Ένας ψαράς βρήκε στην ακτή της θάλασσας ένα παλιό, μεταλλικό φέρετρο και αποφάσισε να ανοίξει το καπάκι. Πάγωσε από αυτό που είδε μέσα.

 Ένας ψαράς βρήκε στην ακτή της θάλασσας ένα παλιό, μεταλλικό φέρετρο και αποφάσισε να ανοίξει το καπάκι. Πάγωσε από αυτό που είδε μέσα.

Πρώιμο πρωινό. Η ομίχλη απλωνόταν ακόμη πάνω απ’ το νερό, τα κύματα κυλούσαν νωχελικά προς την ακτή, κι οι σποραδικές κραυγές των γλάρων έσπαγαν τη σιωπή.
Ο ψαράς, άντρας γύρω στα πενήντα, βάδιζε προς τη βάρκα του, ελέγχοντας μηχανικά τα δίχτυα.

Και τότε — σταμάτησε.

Στο σημείο όπου η άμμος συναντούσε τις πέτρες, εκεί που οι κυματισμοί μόλις άγγιζαν τη στεριά, βρισκόταν κάτι παράξενο.
Αρχικά νόμιζε πως ήταν κάποιο παλιό κιβώτιο ή κοντέινερ — η θάλασσα συνήθιζε να φέρνει σκουπίδια. Όμως όσο πλησίαζε, μια ανεξήγητη ανησυχία φούντωνε μέσα του.

Μπροστά του — ένα φέρετρο.
Μεταλλικό, σκουριασμένο, καλυμμένο με φύκια, λες και τα κύματα το περιπλανούσαν για χρόνια.

— Τι στο καλό… — ψιθύρισε ο ψαράς και σταυροκοπήθηκε.

Τριγύρω κανείς. Μόνο ο αφρός της θάλασσας και ο πρωινός άνεμος.

Έμεινε ώρα εκεί, αναποφάσιστος. Έπρεπε ίσως να καλέσει την αστυνομία — αλλά η περιέργεια ήταν πιο δυνατή από τον φόβο.
Έσκυψε προσεκτικά. Η κλειδαριά, φαγωμένη απ’ το αλάτι και τα χρόνια, κρεμόταν στο τελευταίο της άγκιστρο. Ένα απαλό τράβηγμα κι έπεσε.

Το καπάκι άνοιξε με έναν βαρύ, κωφό ήχο.
Κι αυτό που είδε μέσα τον πάγωσε.

Στο εσωτερικό υπήρχαν ανθρώπινα λείψανα — λευκά κόκαλα, μπλεγμένα με κουρέλια υφάσματος· ίσως κάποτε να ήταν στολή ναυτικού.
Στο στήθος λαμπύριζε ένα παλιό μεταλλικό σήμα, μαυρισμένο από τον χρόνο.

Ο ψαράς τραβήχτηκε πίσω, λαχανιασμένος.
Κοίταξε γύρω του — η παραλία άδεια, η θάλασσα να βρυχάται αδιάφορα, σαν να παρακολουθούσε σιωπηλά το θέαμα.

Αργότερα, όταν ήρθαν οι ερευνητές, αποκαλύφθηκε πως το φέρετρο είχε ηλικία σχεδόν εκατό ετών.
Ανήκε πιθανότατα σε μέλος πληρώματος ενός παλιού πλοίου που είχε βυθιστεί στις αρχές του περασμένου αιώνα.
Κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας, το φέρετρο είχε ξεριζωθεί από το ναυάγιο — κι η θάλασσα το περιπλανούσε χρόνια, ώσπου αποφάσισε να το επιστρέψει στη στεριά.

Η ιστορία διαδόθηκε αστραπιαία. Οι άνθρωποι έρχονταν να δουν το σημείο, λέγοντας πως η θάλασσα κρατά τα μυστικά της αιώνες — και τα αποκαλύπτει μόνο σε όσους ξέρουν να την ακούν.

Ο ψαράς, όμως, δεν ξαναβγήκε μόνος του στη θάλασσα για πολύ καιρό.
Έλεγε πως εκείνη τη νύχτα, όταν βρήκε το φέρετρο, τα κύματα ψιθύριζαν αλλιώς —
σαν να του έλεγαν:

«Ευχαριστώ που με βρήκες.»

Related post