Η Κλάρα προχωρούσε με σίγουρο βήμα στο δρόμο, νιώθοντας τα βλέμματα των περαστικών να τη συνοδεύουν. Είχε περάσει τα πάντα, είχε νικήσει τα πάντα, ήταν ξανά ευτυχισμένη — κι όλη η ζωή απλωνόταν μπροστά της.
— Κοίτα την Κλάρα! Πού να πηγαίνει έτσι;
— Στους δικούς της, μάλλον. Έγινε της μόδας! Πωλήτρια, λέει! Ακούστηκε πως βρήκε κάποιον στην πόλη, κι αυτός την ντύνει τώρα.
— Ποιος να τη θέλει; Μ’ ένα παιδί και χωρίς γράμματα!
— Μα κοίτα το παλτό της! Ζει πλούσια, βλέπεις! Ε, Κλάρα, γιατί δεν μας χαιρετάς;
Η γυναίκα στάθηκε, σήκωσε περήφανα το κεφάλι και απάντησε ήρεμα:
— Γεια σου, θεία Ίρμα. Ακόμα νοιάζεσαι για τις ζωές των άλλων;
— Ε, τι να νοιαστώ για τη δική μου; Ο άντρας μου στο σπίτι, ευχαριστημένος, η κόρη μου παντρεμένη — όλα στη θέση τους.
Η Κλάρα χαμογέλασε πικρά.
— Να της δώσεις χαιρετισμούς, λοιπόν. Σύντομα φεύγει με τον άντρα της· περιμένουν παιδί.
Η Ίρμα έμεινε άφωνη, κοιτάζοντάς τη να φεύγει.
— Τι λες; Ποιον άντρα;
Αλλά η Κλάρα δεν γύρισε πίσω. Ας βρουν τώρα μόνοι τους τις απαντήσεις.
Κάποτε ζούσε σ’ αυτό το χωριό. Μετά τον θάνατο του άντρα της — ένα δυστύχημα στο πριονιστήριο — όλοι την κατέκριναν: «Δεν πενθεί καθόλου, κιόλας ετοιμάζεται να φύγει για την πόλη». Μόνο που ο μικρός της γιος, ο Πέτρος, ήταν τότε μόλις πέντε ετών.
Η πεθερά της, η Μάρτα, έκλαιγε:
— Πού θα πας; Τρελάθηκες από τη λύπη; Ο Πέτρος θα σου λείπει! Και ποιος σε περιμένει εκεί;
Όμως η Κλάρα δεν άντεχε να μείνει. Πολύ ψέμα, πολύς πόνος κρατούσε εκείνο το σπίτι. Εκεί έμαθε πως ο άντρας της είχε πέσει θύμα παγίδας — ο θάνατός του δεν ήταν τυχαίος.

Ο γέρος Νικόλας, ο μεθύστακας του χωριού, την κάλεσε ένα βράδυ:
— Έλα, κόρη μου, να πιούμε στη μνήμη του.
Κι ύστερα από το τρίτο ποτήρι, ομολόγησε: ο άντρας της τσακώθηκε με τον γιο του προέδρου. Εκείνος τον έσπρωξε — και ο Γιούρι χτύπησε πάνω στο μηχάνημα.
Δόθηκε εντολή να σωπάσουν όλοι.
Η Κλάρα χλώμιασε. Μια φλόγα άναψε στα μάτια της. Εκείνη τη νύχτα πήγε στο σπίτι του προέδρου, άνοιξε με δύναμη την αυλόπορτα και φώναξε:
— Βγες έξω, Ανδρέα! Νομίζεις πως θα τη γλιτώσεις; Είστε φονιάδες!
Βγήκε εκείνος — βαρύς, σίγουρος.
— Τι κάνεις, Κλάρα; Είσαι μεθυσμένη; Πήγαινε σπίτι σου.
— Πού είναι ο γιος σου; Να πει πώς έσπρωξε τον άντρα μου!
Έτρεμε, έκλαιγε, φώναζε.
— Θα σας καταστρέψω! Θα τα πω όλα!
Ο Ανδρέας σφίγγοντας τα δόντια απάντησε:
— Ο άντρας σου ήταν γυναικάς! Μαλώσανε για μια γυναίκα!
Η Κλάρα χτύπησε το πρόσωπό του· εκείνος έπεσε στη βρεγμένη χλόη.
Γύρισε στο σπίτι συντετριμμένη, μα πιο δυνατή. Η πεθερά την περίμενε με κατηγορίες:
— Ο Πέτρος είναι άρρωστος κι εσύ γυρνάς μεθυσμένη!
Η Κλάρα ψιθύρισε πικρά:
— Μνημόνεψα τον Γιούρι με τον Νικόλα. Μου είπε την αλήθεια. Ήξερες κι εσύ, έτσι δεν είναι;
Η Μάρτα χλόμιασε.
— Σκάσε! — ψιθύρισε με τρόμο. — Σ’ αγαπούσε!
Μα η Κλάρα μόνο κούνησε το κεφάλι. Αν είναι αυτό αγάπη, γιατί έπρεπε να γεννήσει τόση ψευτιά;
Το σκέφτηκε πολύ. Και ένα βράδυ, αφού ο Πέτρος αποκοιμήθηκε, είπε ήσυχα:
— Θα φύγω για την πόλη. Θα βρω δουλειά. Ο Πέτρος θα είναι καλύτερα μαζί μου.
— Φύγε, φύγε! — ούρλιαξε η Μάρτα. — Τον άντρα σου έθαψες, τώρα κυνηγάς εύκολη ζωή!
Μα η Κλάρα είχε ήδη αποφασίσει.
Στην πόλη γνώρισε τη Ζόια — μια κοπέλα από το ίδιο χωριό, που είχε φύγει κι εκείνη. Μαζί πιάστηκαν δουλειά πωλήτριες σε ένα μαγαζί με είδη ραπτικής.
Η Ζόια ήταν ζωηρή, γοητευτική, ήξερε να τραβά την προσοχή των αντρών. Η Κλάρα ήρεμη, συγκεντρωμένη, με βλέμμα που έκρυβε λύπη.
Το μαγαζί το διεύθυνε ο Ρόμαν, ο «θείος» της Ζόιας — ή έτσι έλεγε εκείνη. Σύντομα όμως φάνηκε πως δεν ήταν καθόλου θείος.

— Ναι, είμαι μαζί του — είπε η Ζόια. — Και τι να κάνω; Τουλάχιστον ζούμε χωρίς φόβο.
Η Κλάρα δεν την έκρινε· μόνο πόνεσε μέσα της.
Μια μέρα πήγαν μαζί σε χορό. Η Κλάρα δεν σκόπευε να χορέψει· απλώς άκουγε τη μουσική. Τότε τον είδε — έναν άντρα με τρομπέτα, με ήχο γεμάτο ζωή.
Έτσι γνώρισε τον Βίκτορα.
Την πλησίασε στο τέλος της βραδιάς:
— Θα χορέψουμε;
— Όχι, βιάζομαι. Αύριο φεύγω στο χωριό, στον γιο μου.
— Τότε να σας συνοδεύσω λίγο.
Η Κλάρα ντράπηκε, μα του το επέτρεψε.
Μια εβδομάδα αργότερα, ο Βίκτορας πήγε μαζί της στο χωριό. Ο μικρός Πέτρος έτρεξε και τον αγκάλιασε. Η Μάρτα τον κοίταξε ψυχρά:
— Έφερες και γαμπρό; Να χαρώ, δηλαδή;
Ο Βίκτορας χαμογέλασε:
— Χαίρομαι που σας γνωρίζω.
Της έδωσε δώρο ένα αγαλματάκι — άλογο με το πουλάρι του.
Όταν έφυγαν, η Μάρτα άνοιξε το πακέτο και πάγωσε. Ήταν το ίδιο αγαλματάκι που είχε μικρή — εκείνο που η μητέρα της είχε πουλήσει κάποτε.
Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
Ο καιρός πέρασε. Η Ζόια παντρεύτηκε και έφυγε, η Κλάρα ενώθηκε με τον Βίκτορα και πήρε κοντά της τον Πέτρο.
Η Μάρτα στάθηκε στο κατώφλι, κοιτάζοντας το αυτοκίνητο που απομακρυνόταν.
Τα μήλα έπεφταν απ’ τα δέντρα, σύννεφα σκίζονταν στον ουρανό.
Και μέσα της άναψε κάτι τρυφερό, ζωντανό — όπως παλιά.
Η αγάπη. Η αληθινή. Αυτή που μπορεί να συγχωρέσει τα πάντα.